- τριτάλας
- τρῐ-τάλᾱς [τᾰ], τάλαινα, τάλᾰν,A thrice-wretched, AP7.373 (Thall.), 583 (Agath.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριτάλας — τριτάλᾱς , τριτάλας thrice wretched masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτάλας — αινα, αν, ΜΑ τρεις φορές τάλας*, πολύ δυστυχισμένος («τριτάλαιναι κόραι Φαέθοντος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι * + τάλας «δυστυχής»] … Dictionary of Greek
τριτάλαν — τριτάλας thrice wretched masc voc sg τριτάλας thrice wretched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριταλαίνῃ — τριτάλας thrice wretched fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτάλαινα — τριτάλας thrice wretched fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτάλαιναν — τριτάλας thrice wretched fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτάλανος — τριτάλας thrice wretched masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
τριταλαίνᾳ — τριταλαίνᾱͅ , τριτάλας thrice wretched fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)